- εὐσυνήγορος
- εὐσυνήγοροςskilled in advocacymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσυνήγορος — εὐσυνήγορος, ον (Α) έμπειρος, ικανός στη συνηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν ήγορος] … Dictionary of Greek